- τροχάς
- τροχάς, άδος, ἡ, in pl.,A = σανδάλια ἀπὸ αἰγείου δέρματος, Hsch., cf. Edict.Diocl. in IG22.1120: sg., = gallicula, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχάς — άδος, ἡ, Α 1. (κυρίως στον πληθ.) τροχάδες (κατά τον Ησύχ.) «σανδάλια ἀπὸ αἰγείου δέρματος» 2. ελαφρύ υπόδημα κατάλληλο για τρέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. δρομ άς)] … Dictionary of Greek
ROTAE supplicium — apud Graecos iam olim in usu, Suidae Ο῎ργανον fuit βαςανιςτήριον καὶ διατεῖνον τὰ σώματα, instrumentum hominibus excruciandis inventum, corpora distendens. Et alibi ξύλινόν τι, εν ᾧ δεςμούμενοι οἱ οἰκέται ἐκολάζοντο, lignum quoddam, in quo servi… … Hofmann J. Lexicon universale
τροχάδι — το / τροχάδιον, ΝΜ [τροχάς, άδος] νεοελλ. πέδιλο βοσκών με μία σόλα και λουριά που τήν συγκρατούν στο πόδι, τσαρούχι μσν. στον πληθ. τά τροχάδια υποδήματα κατάλληλα για περπάτημα … Dictionary of Greek
τροχαδάριος — ὁ, Α υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχάς, άδος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek